- ἐξάραι
- ἐξά̱ραῑ , ἐξαίρωlift upaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξᾶραι — ἐξαίρω lift up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
отълоучити — ОТЪЛОУЧ|ИТИ (193), ОУ, ИТЬ гл. 1.Разлучить; отделить: ѡц҃ь же ѳеѡдоръ ѿлѹчи самъ себе кѹпно съ всѣми мнихы. ѡ [вм. ѿ?] сътворьшихъ. (ἀφιστᾶ ἑαυτόν) ЖФСт к. XII; 87 об.; Мр҃и˫амь прокажена бы(с)… но помолисѧ Моисии ѥ˫а ради и ѿлѹчи ю ѿ людiи… и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)